ΔΗΜΑΡΧΕΙΑΚΟ ΜΕΓΑΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Εμβαδόν οικοπέδου: 14.588 m²
Δόμηση: 18.500 m²
Θέση: Λεωφ. Βασ. Γεωργίου 1 & 3ης Σεπτεμβρίου (πρώην στρατόπεδο Τσιρογιάννη)
ΟΜΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣ:
Αρχιτεκτονικό γραφείο: Τάσου & Δημήτρη Μπίρη
Αρχιτεκτονικό γραφείο: Α. Δημοπούλου- Κ. Σαΐτη Α. Χριστοδουλέα
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΟΥ (απόσπασμα από την έκθεση του Πανελλήνιου Διαγωνισμού 1987)
Το νέο Δημαρχιακό Μέγαρο Θεσσαλονίκης σχεδιάστηκε ως κτίριο-υποδοχέας, αλλά και κτίριο-πέρασμα, που συνδέει και αξιοποιεί τις δυναμικές γραμμές και λειτουργίες του ιστού της πόλης όπως αναπτύσσονται στο σημείο αυτό.
Επιτρέπει μέσω του χαλαρού, α-συνεχούς εξωτερικού ορίου του, καθώς και με το χαμήλωμα των κτιριακών του όγκων προς τους κεντρικούς άξονες δημόσιας προσπέλασης του, μια ιδιαιτέρως θετική σχέση με την πόλη.
Η σχέση αυτή ενισχύεται με την διάταξη των ημιυπαίθριων και υπαίθριων χώρων του που λειτουργούν και αυτοί ως «δοχεία» και «περάσματα» ζωντανών κινήσεων και λειτουργιών της πόλης.
Ο συμβολισμός του Δημαρχείου ως δημόσιου κτιρίου, εκφράζεται κυρίως στον κεντρικό πολυόροφο χώρο υποδοχής κοινού, που αποτελεί την καρδιά του και το χαρακτηριστικό μορφοπλαστικό «σημάδι του».
Το ουσιώδες ζήτημα της ένταξης του νέου Δημαρχείου στη μορφή και την ιστορική
-αλλά και σύγχρονη- φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης θεωρήθηκε πρώτιστο θέμα προς επίλυση. Στην περίπτωση μάλιστα της Θεσσαλονίκης, που πρόκειται για μια πόλη της οποίας η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία έγκειται στις ποικίλες, διαφορετικές, και μεγάλου χρονικού φάσματος, στρώσεις πολιτισμού που την γέννησαν.
Ως προς το ίδιο το συγκρότημα του νέου Δημαρχείου, τονίζεται ότι, αν και αποτελεί δείγμα απολύτως σύγχρονης αρχιτεκτονικής, έχει συντεθεί πάνω σε ένα αρχέτυπο τυπολογικό μοντέλο που χαρακτηρίζει την κλασσική μας αρχιτεκτονική της αρχαιότητας: αυτό της Αρχαίας Αγοράς. Πρόκειται δηλαδή για μια χαλαρή σύνθεση σχετικώς ανεξάρτητων κτιριακών μονάδων, γύρω από ένα κοινόχρηστο εσωτερικό Forum ή αυλή, ο οποίος στην σύγχρονη Αρχιτεκτονική – πολεοδομική ορολογία, μπορεί να χαρακτηριστεί «Αστική πλατεία»
Σε αντίθεση δηλαδή με την διάταξη ενός μοναδικού, κλασικής μορφολογίας κτιριακού όγκου που θα κυριαρχούσε μνημειακά στο οικόπεδο, έχει επιλεγεί μια λύση διαμπερής (στάση, πέρασμα και περίπατος) που ενώνει την εμπρόσθια και οπίσθια πλευρά του οικοπέδου. Ταυτοχρόνως κλιμακώνει τον υπαίθριο χώρο σε γνωστές διατάξεις της Ελληνικής αρχιτεκτονικής π.χ. «προβεβλημένη προς την πόλη πλατεία», «Εσωτερική Αυλή-Forum», περιμετρικές στοές περιπάτου και συζήτησης κ.λ.π.
Στον εσωτερικό χώρο, ο μεγάλος στεγασμένος περίκεντρος τεθλασμένος
χώρος-χώλλ του Δημαρχείου, με τον ιδιόμορφο εκ των άνω φωτισμό, (δηλαδή το πιο χαρακτηριστικό συμβολικό στοιχείο της σύνθεσης), έχει γεννηθεί ως ιδέα από την έντονη ανάμνηση του εσωτερικού μυστηριακού χώρου της «Ροτόντας».
Τέλος, όσον αφορά τα υλικά κατασκευής, η εκτεταμένη χρήση ορθομαρμάρωσης σε συνδυασμό με την διατήρηση ενός ευκρινούς ρυθμού-κανάβου μέσω της αποκάλυψης των στοιχείων του φέροντα οργανισμού, παραπέμπει και αυτή σε αρχές τόσο της Κλασικής, όσο και της Μοντέρνας αρχιτεκτονικής μας.
Εν τέλει, το κτίριο που προτείνεται εκφράζει μια θέση απέναντι στην αρχιτεκτονική της πόλης σύμμετρα και ισορροπημένα τοποθετημένης ανάμεσα σε αρχιτεκτονικά πρότυπα που έχουν γεννηθεί και λειτουργήσει με επιτυχία κατά το παρελθόν στον τόπο μας, και σε σύγχρονες αρχές και διατάξεις που συνδέονται με την σύγχρονη ζωή, αλλά και το μέλλον της Θεσσαλονίκης.
Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να αποδοθεί στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης ένα νέο δημόσιο κτίριο ανθρωποκεντρικό, ανοιχτό, φιλικό προς τον πολίτη ταυτοχρόνως ένα κτίριο σοβαρό, αξιοπρεπές, συμβολικά φορτισμένο, που να εκφράζει το πολιτικό νόημα της σημαντικής συλλογικής – δημόσιας λειτουργίας η οποία συντελείται στους χώρους του. Το Δημαρχείο γίνεται πέρασμα αλλά κα οικείο σημείο αναφοράς του Πολίτη που διοχετεύει μέσα σ΄ αυτό και διαμέσω αυτού, μέρος της καθημερινής ζωής του.